- σελάς
- οσελοποιός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
σέλας — σέλᾱς , σέλας light neut gen sg (doric aeolic) σέλας light neut nom/voc/acc sg σέλᾱς , σελάω shine imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλας — το 1. ακτινοβόλο φως, φεγγοβολιά. 2. «Βόρειο σέλας», κοκκινωπό ή λευκοκίτρινο φως στον ουράνιο θόλο πάνω από το βόρειο πόλο, που είναι αποτέλεσμα του μαγνητισμού της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό … Dictionary of Greek
σελάς — και παλ. τ. σελλάς, ο, Ν [σέλ(λ)α] σελ(λ)οποιός … Dictionary of Greek
σελᾶς — σελᾶ̱ς , σελάω shine pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάεσσι — σέλας light neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάεσσιν — σέλας light neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάων — σέλας light neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελῶν — σέλας light neut gen pl (attic epic ionic) σελάω shine pres part act masc voc sg σελάω shine pres part act neut nom/voc/acc sg σελάω shine pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σελάω shine pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)